- εὐφημία
- εὐφημίᾱ , εὐφημίαuse of words of good omenfem nom/voc/acc dualεὐφημίᾱ , εὐφημίαuse of words of good omenfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐφημίᾳ — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
Ευφημία Λουπικίνα — (6ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστίνου (518 527). Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια και αρχικά ήταν παλλακίδα του αυτοκράτορα, όταν εκείνος υπηρετούσε ως αξιωματικός στον βυζαντινό στρατό. Η βασίλισσα έχτισε ναό της Αγίας Ευφημίας στην … Dictionary of Greek
Αγία Ευφημία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 420 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του όρμου της Σάμης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλαρέων του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
εὐφημίας — εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem acc pl εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφημίαι — εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφημίαν — εὐφημίᾱν , εὐφημία use of words of good omen fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφημιῶν — εὐφημία use of words of good omen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφημίαις — εὐφημία use of words of good omen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφημί' — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)